επαναστατώ

επαναστατώ
(ε) 1. αμετ.
1) восставать, подниматься, бунтовать; 2) выступать против, не повиноваться; 2. /хет. 1) поднимать восстание; 2) побуждать, подстрекать к перевороту; будоражить (разг ); 3) тревожить, волновать; будоражить (разг );

αυτή η είδηση μας επαναστατώάτησε όλους — эτο — известие нас всех взбудоражило, встревожило


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επαναστατώ" в других словарях:

  • επαναστατώ — επαναστατώ, επαναστάτησα, επαναστατημένος βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επαναστατώ — ( έω) [επαναστάτης] 1. κάνω επανάσταση*, εξεγείρομαι ζητώντας την ανεξαρτησία μου («οι Έλληνες επαναστάτησαν εναντίον τών Τούρκων») 2. απειθαρχώ προς τους ανωτέρους, τους προϊσταμένους ή τους κηδεμόνες («οι φυλακισμένοι επαναστάτησαν») 3.… …   Dictionary of Greek

  • επαναστατώ — επαναστάτησα, επαναστατημένος 1. αμτβ., κάνω επανάσταση, ξεσηκώνομαι ενάντια στην εξουσία, το πολιτικό ή κοινωνικό καθεστώς, με σκοπό την ανατροπή του ή τη διεκδίκηση δικαιωμάτων: Το 1821 επαναστάτησαν οι Έλληνες. 2. μτφ., απειθαρχώ ενάντια σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επανίστημι — (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι] παθ. επανίσταμαι γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.) μσν. καθιστώ αρχ. 1. ανεγείρω εκ νέου 2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • προσεπανίσταμαι — Α 1. επαναστατώ εναντίον κάποιου επί πλέον 2. εναντιώνομαι ακόμη περισσότερο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπανίσταμαι «εξεγείρομαι, επαναστατώ, γίνομαι αντίπαλος»] …   Dictionary of Greek

  • συναφίστημι — ΜΑ, και συναφιστάνω Μ, και ιων. τ. συναπίστημι και παθ. τ. συναπίσταμαι και αττ. τ. ξυναφίστημι Α παθ. συναφίσταμαι επαναστατώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον μσν. αποχωρώ, αποσύρομαι αρχ. 1. γίνομαι αίτιος τής αποστασίας κάποιου 2. κινώ σε επανάσταση …   Dictionary of Greek

  • αθετώ — ( έω) (Α ἀθετῶ) θέτω κατά μέρος, παραμελώ, αγνοώ, παραβιάζω (συμφωνία, υπόσχεση ή όρκο) αρχ. 1. απορρίπτω, ακυρώνω, αρνούμαι κάτι 2. διαφωνώ 3. αδιαφορώ, περιφρονώ 4. επαναστατώ 5. γραμμ. απορρίπτω λέξη, χωρίο ή γραμματικό τύπο ως νόθο, οβελίζω.… …   Dictionary of Greek

  • ανταίρω — (AM ἀνταίρω) [αίρω] (μσν. επαναστατώ αρχ. 1. σηκώνω, υψώνω κάτι εναντίον κάποιου 2. υψώνω κάτι (πυρσό ή σημείο) για να δώσω απάντηση 3. ανθίσταμαι 4. (για υψώματα) υψώνομαι παράλληλα ή απέναντι από άλλο ύψωμα …   Dictionary of Greek

  • ανταείρομαι — ἀνταείρομαι (Α) κ. ἀνταίρω (AM) σηκώνω κάτι εναντίον άλλου, ξεσηκώνομαι για πόλεμο μσν. επαναστατώ κατά της εξουσίας αρχ. ενεργ. (για ύψωμα) υψώνομαι παράλληλα ή απέναντι σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ανταναίρω — ἀνταναίρω (Α) επαναστατώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»